Μπορεί η κλινική πράξη να δίνει τις ενδείξεις, ωστόσο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, δεν έχουμε ως σήμερα αποδείξεις σχετικά με τον «χάρτη» της υπογονιμότητας, τονίζει από την πλευρά του ο βιολόγος αναπαραγωγής, δρ Στ.Παπαχαρίτου.
«Σε γενικό πλαίσιο οι μελέτες που αφορούν την αποτύπωση αυτού του προβλήματος (σσ ανδρική υπογονιμότητα, μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων στον γενικό πληθυσμό) είναι δύσκολο να είναι ακριβείς. Και αυτό διότι υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες: για παράδειγμα, μήπως οι μελέτες αυτές δεν είναι αντιπροσωπευτικές του γενικού πληθυσμού δεδομένου ότι στηρίζονται σε δείγμα ανδρών οι οποίοι ούτως ή άλλως έχουν καταφύγει στον ειδικό επειδή βλέπουν ότι έχουν πρόβλημα υπογονιμότητας; Γνωρίζουμε ότι οι άνδρες δύσκολα πηγαίνουν τακτικά στον γιατρό για τυπική εξέταση αντίστοιχη με την ετήσια γυναικολογική εξέταση. Πόσο μάλλον για να ψάξουν καλύτερα τη γονιμότητά τους».
Ο ειδικός συμπληρώνει ότι από το 1999 ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει καθορίσει την έννοια της εκτίμησης της ποιότητας του σπέρματος μέσω πια τιμών αναφοράς, αποφεύγοντας να ορίσει φυσιολογικές τιμές για τη μέτρησή του, μαρτυρώντας έτσι και την πολυπλοκότητα του ζητήματος.
«Αυτό δείχνει ότι ένας συγκεκριμένος αριθμός σπερματοζωαρίων ανά κυβικό εκατοστό σπέρματος μπορεί να συνδέεται με αυξημένες πιθανότητες για πατρότητα, χωρίς όμως να μπορεί να προδικάσει μια κατάσταση. Παράλληλα, δεδομένου ότι έχουμε πλέον καινούργιες οδηγίες με βάση τον ΠΟΥ, είναι αυτονόητο ότι είναι δύσκολη η σύγκριση στοιχείων του παρελθόντος με σημερινά».
TO BHMA 25/3/2007